στεκάμενος

στεκάμενος
στεκάμενος, -η, -ο και στεκούμενος, -η, -ο
αυτός που στέκεται ακίνητος: Κοντά στοχωριό υπάρχουν στεκούμενα νερά που αποτελούν εστίες μόλυνσης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στεκάμενος — και στεκούμενος, η, ο, Ν 1. αυτός που είναι ακίνητος, ακινητοποιημένος, στάσιμος («στεκάμενα νερά») 2. (κυρίως για ενήλικους) υγιής, γερός, εύρωστος («ο παππούς είναι στεκούμενος ακόμη») 3. φρ. «στα καλά στεκούμενα» στα καλά καθούμενα, ενώ όλα… …   Dictionary of Greek

  • καλοστεκούμενος — και καλοστεκάμενος, η, ο 1. αυτός που έχει καλές, δηλ. στερεές οικονομικές βάσεις, που βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, εύπορος («καλοστεκούμενος έμπορος») 2. αυτός που διατηρείται καλά από σωματική άποψη, που έχει ισχυρή κράση, ο υγιής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”