- στεκάμενος
- στεκάμενος, -η, -ο και στεκούμενος, -η, -οαυτός που στέκεται ακίνητος: Κοντά στοχωριό υπάρχουν στεκούμενα νερά που αποτελούν εστίες μόλυνσης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.